Όνομα:
Πίκκολος, Νικόλαος Σάβα
Άλλες εκδοχές ονόματος:
Ν.Σ.Πίκκολος, Ν. Πίκκολος, Ν. Σ. Π, Piccolo, N. Piccolos
Ψευδώνυμο:
Έτος γέννησης:
1792 (Τύρνοβο Βουλγαρίας)
Έτος θανάτου:
1865 (Παρίσι)
Εθνικότητα:
Ελληνική
Ιδιότητα:
Μεταφραστής, Φιλολογικός Εκδότης, Ιατρός, Καθηγητής Πανεπιστημίου, Καθηγήτης Ξένων Γλωσσών
Συνεργασία με θεσμούς:
Ερμής ο Λόγιος [ Jan 1811 - 1 May 1821 ]

Αποτελεί την πρώτη προσπάθεια να αποκτήσει το ελληνικό έθνος, ακόμη κάτω από τον ξένο ζυγό, περιοδικό δημοσίευμα γενικής παιδείας. Το γεγονός έχει ιδιαίτερη σημασία εφόσον με αυτή την πρωτοβουλία και τις αναληφθείσες ενέργειες εγκαινιάζεται ο ελληνικός φιλολογικός Τύπος. Στα δέκα χρόνια της έκδοσης του αντιμετώπισε πολλά προβλήματα που αναφέρονται ιδίως στις εκδοτικές δαπάνες, τις οποίες με πολύ δυσκολία αντιμετώπιζαν οι υπεύθυνοι εκδότες. Τα θέματα που παρουσιάζονται στην πρώτη περίοδο του περιοδικού αναφέρονται στη κλασσικά φιλολογία και τη γλώσσα, την αρχαία ποίηση και την μυθολογία, τα οποία διαπραγματεύεται ιδίως ο Αθανάσιος Βογορίδης , νέος λόγιος, μέλος της φιλολογικής Εταιρείας και δάσκαλος φιλοσοφίας στο Λύκειο του Βουκουρεστίου. Ο κύριος όγκος της ύλης του περιοδικού όπου αναδεικνύεται ο ελληνικός, ο «εθνικός» χαρακτήρας που καλύπτεται από τα θέματα που προαναφέρθηκαν με έμφαση επίσης σε μελετήματα , πρότυπα ή μεταφρασμένα, των θετικών επιστημών. Παράλληλα αναδεικνύεται και ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας του αφού μέσα στους αρχικούς στόχους των εκδοτών και εμπνευστών υπήρξε όχι μόνο η ενίσχυση του ελληνικού χαρακτήρα του, αλλά και η άμεση επαφή και γνώση των ευρωπαϊκών πνευματικών και πολιτισμικών επιτεύξεων.

Ελπίς [ 1841 - 1841 ]

Στόχος του εντύπου είναι η διάδοση ειδήσεων και ωφέλιμων γνώσεων στο κοινό. Τα περιεχόμενα ήταν εσωτερικά και εξωτερικά νέα, τοπικά νέα. Δεν κατάφερε να αποκτήσει παρά μόνον 80 συνδρομητές και ύστερα από λίγα φύλλα, τον Ιούλιο του 1841, συγχωνεύτηκε με την εφημερίδα «Η ριγενεία» χωρίς να πάρει άδεια λειτουργίας και η κυκλοφορία διακόπηκε από τις αρχές μετά την έκδοση του πρώτου φύλλου. Σε διάφορα άρθρα του ο Κλάδος εξέφρασε την απογοήτευση του για την αδιαφορία του κοινού προς τις ντόπιες εφημερίδες και κατηγόρησε ανοιχτά την καθεστηκυία τάξη της Σμύρνης για παρεμπόδιση των εφημερίδων, οι οποίες διαδίδουν στον κόσμο γνώσεις για τα δικαιώματα του. Κατηγόρησε επίσης των ανώτερο κλήρο ότι προσπαθεί να εμποδίσει την εξάπλωση των δημοκρατικών ιδεών στη Σμύρνη με το κλείσιμο των ανεξάρτητων από αυτήν σχολείων.

Ιόνιος Ακαδημία [ 1824 - 1864 ]

Η Ιόνιος Ακαδημία υπήρξε το πρώτο νεώτερο ελληνικό πανεπιστήμιο και κόσμησε την Κέρκυρα επί 40 χρόνια από το 1824 μέχρι το 1864, δηλαδή μέχρι την Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα. Η ίδρυση του Πανεπιστημίου υπήρξε έμπνευση, αλλά και πραγμάτωση του βρετανού φιλέλληνα Φρειδερίκου Νορθ ο οποίος συνέλαβε την ιδέα να συστήσει στην Ιθάκη ένα Πανεπιστήμιο επανδρωμένο με έλληνες λόγιους, στο οποίο θα μορφωνόταν Έλληνες αλλά και σπουδαστές από άλλες μεσογειακές και βαλκανικές χώρες, οι οποίοι θα λάμβαναν ελληνική παιδεία σε ελληνική γλώσσα, προκειμένου να βοηθηθεί η πνευματική ανάπτυξη του Γένους και να μην είναι πλέον αναγκαία η μετάβαση των Ελλήνων σε Πανεπιστήμια της Ευρώπης για ανώτερες σπουδές, όπως συνέβαινε μέχρι τότε.

Ηγεμονική Ακαδημία του Βουκουρεστίου

Ελληνικό εκπαιδευτικό ίδρυμα στο Βουκουρέστι το οποίο λειτουργούσε από το 1679 έως το 1821.

Γυμνάσιο της Χίου

Ιδρύθηκε το 1792 ως Σχολή της Χίου, με εισήγηση του Αγ. Αθανασίου του Παρίου. Υπήρξε κέντρο διαφωτισμού και σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε ο Αδαμάντιος Κοραής. Ο Νεόφυτος Βάμβας διατέλεσε διευθυντής της Σχολής. Σημαντικοί διδάσκαλοι υπήρξαν ο Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος και ο Ιωάννης Τσελεπής. Σταμάτησε τη λειτουργία της μετά τη καταστροφή της Χίου το 1922. Αρκετά χρόνια μετά την καταστροφή, το 1839, η Σχολή επαναλειτούργησε ως Γυμνάσιο της Χίου. Διευθυντές του Γυμνασίου υπήρξαν οι Κωνσταντίνος Κόντος, ο Γεώργιος Ζολώτας, ο Γεώργιος Σουρίας, ο Νικόλαος Παπαδάκης, ο Παντελής Κοντογιάννης και πρώτος Πρύτανης ο Γεώργιος Μαδιάς.

Διαβάστε περισσότερα
Συνεργασία με διαμεσολαβητές:
Συνεργαζόμενα πρόσωπα:
Egger, Émile (1813 - 1885)

Γάλλος λόγιος, Ελληνιστής και Φιλέλληνας. Από το 1840 έως το 1855, ο Egger ήταν επίκουρος καθηγητής και από το 1855 μέχρι το θάνατό του ήταν καθηγητής ελληνικής λογοτεχνίας στο "Faculté des Lettres" στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού.

Boissonade, Jean François (1774 - 1857)

Ο Jean François Boissonade de Fontarabie ήταν ένας Γάλλος κλασικός λόγιος. Γεννήθηκε στο Παρίσι. Το 1792 εισήλθε στη δημόσια υπηρεσία κατά τη διοίκηση του στρατηγού Dumouriez. Εκδιώχτηκε το 1795 και αποκαταστάθηκε από τον Lucien Bonaparte. Κατά τη διάρκεια της θητείας του, υπηρέτησε ως γραμματέας του νομού Άνω Μαρν. Στη συνέχεια, παραιτήθηκε μόνιμα από τη δημόσια απασχόληση, προκειμένου να αφιερώσει το χρόνο του στη μελέτη της ελληνικής και το 1809 διορίστηκε αναπληρωτής καθηγητής ελληνικών σε σχολή στο Παρίσι.

Dunbar, Charles Franklin (1830 - 1900)

Αμερικανός οικονομολόγος. Καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ το 1871. Αποφοίτησε από το Χάρβαρντ το 1851. Από το 1885 έως το 1898 υπηρέτησε ως διαχειριστής και αργότερα ως πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Phillips Exeter Academy. Το Dunbar Hall, ένας κοιτώνας στην πανεπιστημιούπολη αυτού του σχολείου, πήρε το όνομά του από το 1901, όπως και η αντικατάστασή του μετά την καταστροφή του από πυρκαγιά το 1907.

Ασώπιος, Κωνσταντίνος (1785 - 1872)

Από το Γραμμένο Ηπείρου. Λόγιος και πανεπιστημιακός δάσκαλος. Σπούδασε στα Ιωάννινα, όπου είχε δάσκαλο του τον Αθανάσιο Ψαλίδα, και στη συνέχεια χρημάτισε δάσκαλος στο σχολείο της ελληνικής κοινότητας της Τεργέστης (1815-18). Την περίοδο αυτή έγραψε διάφορα άρθρα και ένα ποίημα που δημοσιεύτηκαν στον Λόγιο Ερμή. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του, πρώτα στην Γερμανία κοντά σε σοφούς Ελληνιστές (Βολφ,Μπαικ), έπειτα στο Παρίσι, όπου σχετίστηκε με τον Αδαμάντιο Κοραή, και στο Λονδίνο. Αργότερα διατέλεσε καθηγητής στην Ιόνιο Ακαδημία (1824-42), όπου είχε την ευκαιρία να γνωρίσει το Διονύσιο Σολωμό και το έργο του. Από το 1842 ως το 1866, ο Ασώπιος δίδαξε αρχαία ελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Βογορίδης, Αθανάσιος (1788 - 1826)

Καταγόταν από το Καζάν Βουλγαρίας. Λόγιος, γιατρός και δάσκαλος, αδερφός του Στέφανου Βογορίδη. Πολύ νέος εγκαταστάθηκε στο Αρβανιτοχώρι της Βουλγαρίας, όπου συνδέθηκε στενά με την εκεί ακμαία ελληνική παροικία. Σπούδασε στο ελληνικό γυμνάσιο Βουκουρεστίου κοντά στο Λάμπρο Φωτιάδη και εκεί υπηρέτησε αργότερα (1810-12) ως καθηγητής της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας. Κατόπιν σπούδασε ιατρική στη Βιέννη και στο Βίρτσμπουργκ.

Γλαράκης, Γεώργιος (1789 - 1855)

Καταγόταν από τη Χίο. Σημαντικός πολιτικός του 1821 και της βασιλείας του Όθωνα. Γιος ιερέα, σπούδασε ιατρική στη Βιέννη συνδέθηκε με τον κύκλο των εκεί Ελλήνων λογίων και συνεργάστηκε για ένα διάστημα στην εφημερίδα "Ερμής ο Λόγιος". Οι εργασίες του μάλιστα εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα από τον Κοραή. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1820 και υπηρέτησε από την αρχή τον Αγώνα. Το 1822 στάλθηκε από τους συμπατριώτες του στην πρώτη γενική κυβερνητική έδρα, την Κόρινθο, με σκοπό να συντονίσει τις επαναστατικές προσπάθειες της Χίου, αλλά δεν μπόρεσε να επιστρέψει στην πατρίδα του λόγω της καταστροφής της που επακολούθησε.

Κλωνάρης, Χριστόδουλος (1788 - 1849)

Καταγόταν από την Λεπτοκαρύα Ιωαννίνων. Έλληνας νομικός και πολιτικός, πληρεξούσιος, μέλος του Πανελληνίου, επίτροπος της Επικράτειας στο Ανώτατο Δικαστήριο, γερουσιαστής, υπουργός επί της Δικαιοσύνης, πρώτος πρόεδρος του Αρείου Πάγου και επίτιμος καθηγητής στη νομική σχολή Αθηνών. Στην δίκη των Δημητρίου Πλαπούτα και Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ήταν δικηγόρος του πρώτου. Έλαβε ενεργό ρόλο στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843.

Κανέλλος, Στέφανος (1792 - 1823)

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Ιατρός και ένθερμος πατριώτης. Εξέδωσε διατριβές για την νεότερη ελληνική φιλολογία. Υπήρξε ο κατά την πατριωτική έμπνευση διάδοχος του Ρήγα. Ήταν από τους πρώτους λόγιους που έφτασαν στην Ελλάδα, για να ενισχύσουν τον αγώνα.

Δούκας, Νεόφυτος (1762 - 1845)

Καταγόταν από την 'Ανω Σουδενά Ζαγορίου της Ηπείρου. Διδάσκαλος του Γένους. Παιδί ακόμη μπήκε σε μοναστήρι και πριν συμπληρώσει τα 20 χρόνια του, είχε ήδη χειροτονηθεί ιερέας από τον μητροπολίτη Ιωαννίνων Παϊσιο (1773-1780). Σπούδασε αρχικά στη σχολή του Μετσόβου (1782-86) κοντά στο δάσκαλο Δημήτριο Βαρδάκα. Το 1786 έφυγε για να συμπληρώσει τις σπουδές του στην Αυθεντική Σχολή του Βουκουρεστίου, όπου τότε ήταν σχολάρχης ο Γεώργιος Κωνσταντάς. Εξαιτίας, όμως, του ρωσοτουρκικού πολέμου (1787-92) η σχολή ανέστειλε τη λειτουργία της. Από το 1788 ο Δούκας υπηρετούσε ως εφημέριος στον εκεί ναό των Αγίων Αποστόλων. Όταν επαναλειτούργησε η σχολή (1791), ο Δούκας συνέχισε τις σπουδές του, κυρίως κοντά στο νέο σχολάρχη Λάμπρο Φωτιάδη, που συνέβαλε σημαντικά στη διαμόρφωση των γλωσσικών και παιδαγωγικών προσανατολισμών του μαθητή του.

Βαρδαλάχος, Κωνσταντίνος (1755 - 1830)

Απ' τα Κύθηρα. Λόγιος και δάσκαλος του Γένους της εποχής του Διαφωτισμού. Μεγάλωσε στο Κάϊρο, όπου ο Χιώτης πατέρας του ήταν έμπορος. Μετά από μια πρώιμη θητεία του ως δασκάλου στην Αίνο της Ανατολικής Θράκης, σπούδασε Ιατρική και φυσικομαθηματικά στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας, όπου είχε συμφοιτητή και φίλο τον Ιωάννη Καποδίστρια, καθώς και στο πανεπιστήμιο της Πίζας. Όταν τελείωσε τις σπουδές του, στράφηκε προς το εκπαιδευτικό έργο. Το 1800 εγκαταστάθηκε στο Βουκουρέστι και εργάστηκε ως καθηγητής της φιλοσοφίας και των φυσικών επιστημών στην εκεί ηγεμονική Ακαδημία, της οποίας διατέλεσε και διευθυντής(1805-15). Με τη συμπαράσταση του Φαναριώτη ηγεμόνα της Βλαχίας, Ιωάννη Καρατζά, και του μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας, Ιγνάτιου, ο Βαρδαλάχος αναδιοργάνωσε τη σχολή, η οποία απέκτησε τότε την παλιά της αίγλη. Την περίοδο 1815-18 δίδαξε στη σχολή της Χίου, όπου όμως δεν μπόρεσε, φαίνεται, να συνεργαστεί αρμονικά με το σχολάρχη Νεόφυτο Βάμβα. Το 1818-20 δίδαξε στη σχολή της Οδησσού και κατόπιν επέστρεψε στη διεύθυνση της Ακαδημίας του Βουκουρεστίου.

Guilford, Lord (1766 - 1827)

Ο Φρέντερικ Νορθ (αγγλικά: Frederic North, 5th Earl of Guildford), γνωστός και ως Φρειδερίκος Νορθ ή και Γκύλφορδ στην ελληνική γλώσσα, ήταν Βρετανός ευγενής, πολιτικός, αποικιακός διοικητής και φιλέλληνας. Ο ίδιος δήλωνε «΄Ελλην και όχι Φιλέλλην». Υπήρξε διοικητής στη βρετανική αποικία της Κεϋλάνης -σημερινή Σρι Λάνκα-, ενώ ίδρυσε και την Ιόνιο Ακαδημία στην Κέρκυρα το 1824, η οποία αποτέλεσε και το πρώτο ελληνικό πανεπιστήμιο της νεότερης εποχής.

Φιλητάς, Χριστόφορος (1787 - 1867)

Είχε καταγωγή από το Γραμμένο των Ιωάννινων. Δάσκαλος, λόγιος, γιατρός και πανεπιστημιακός καθηγητής που έζησε τον 19ο αιώνα. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, δίδαξε αρχικά στην Τεργέστη με προτροπή του αντιπροέδρου της ελληνικής παροικίας Ιάκωβου Ρώτα. Τότε γνώρισε τον Άγγλο Φιλέλληνα Φρέντερικ Νορθ (λόρδο Γκιλφορντ), που πίστεψε στις ικανότητές του και αποφάσισε να του παρέχει υποτροφία για σπουδές φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Στο δρόμο για την Αγγλία το 1819 σταμάτησε πρώτα στο Παρίσι, όπου γνώρισε τον Αδαμάντιο Κοραή και υιοθέτησε τις θέσεις του για το γλωσσικό ζήτημα. Έγινε το 1820 διευθυντής του Λυκείου της Κέρκυρας, κι από το 1824 στην Ιόνιο Ακαδημία, το πρώτο ελληνόφωνο πανεπιστήμιο, που ίδρυσε ο λόρδος Γκιλφορντ ως αρμοστής της Ιονίου Πολιτείας.

Didot, A. Firmin (1790 - 1876)

Γάλλος τυπογράφος εκδότης και Ελληνιστής. Θεωρείται ο ευρετής της λέξης "στερεότυπο". Η Γαλλία οφείλει στην οικογένεια Didot για τη δημοσίευση του "Biographie Nationale" και το Βέλγιο είναι, επίσης, υπόχρεο για την ίδρυση του "Royal Press".

Fauriel, Claude (1772 - 1844)

Γάλλος ακαδημαϊκός, φιλόλογος, ιστορικός και κριτικός, που η ακμή του συμπίπτει με την Γαλλική Επανάσταση και τους Ναπολεόντειους πολέμους. Στην Ελλάδα είναι γνωστός κυρίως για τη σημαντική συλλογή δημοτικών τραγουδιών (μεταξύ των οποίων και κλέφτικα), που συγκέντρωσε και μετέφρασε.

Sainte-Beuve, Charles (1804 - 1869)

Γάλλος συγγραφέας και κριτικός. Ο Sainte-Beuve δημοσίευσε συλλογές ποιημάτων και το μερικώς αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα "Volupté" το 1834. Τα άρθρα και τα δοκίμιά του συλλέχθηκαν στους τόμους Port-Royal και Portraits littéraires. Όταν ο Louis Napoleon έγινε αυτοκράτορας, έκανε τον Sainte-Beuve καθηγητή της λατινικής ποίησης στο Collège de France, αλλά οι αντιιμπεριαλιστικοί μαθητές τον ανάγκασαν να παραιτηθεί.

Cousin, Victor (1792 - 1867)

Γάλλος φιλόσοφος και πολιτικός. Ήταν ο ιδρυτής του «εκλεκτισμού», μιας σχολής γαλλικής φιλοσοφίας που άσκησε σημαντική επιρροή και συνδύαζε στοιχεία του γερμανικού ιδεαλισμού και του ρεαλισμού της "Κοινής Λογικής της Σκωτίας".

Miller, E.
Διαβάστε περισσότερα
Βιογραφικό

Ο Νικόλαος Σάβα Πίκκολος γεννήθηκε το 1792 στο Τύρνοβο (Tărnovo) της Βουλγαρίας. Η ελληνική βιβλιογραφία αναφέρει, ότι οι γονείς του ήταν Θεσσαλοί, το ίδιο και η γαλλική, με εξαίρεση τον Émile Egger που μιλά για γονείς «ελληνο-βουλγάρους». Η σύγχρονη βουλγαρική ιστοριογραφία υποστηρίζει, ότι ο πατέρας του Sava hadži Ilija ή Kazanlăklăoglu ή Kazanlakli καταγόταν από το Kazanlăk και η μητέρα του Theodora Bujukljuoglu προερχόταν από εύπορη οικογένεια του Τυρνόβο. Το πατρώνυμο Σάβα το κράτησε στο όνομά του, ενώ μάλλον υιοθέτησε το επίθετο Πίκκολος, από το ιταλικό piccolo, λόγω της μικροσκοπικής σωματικής του διάπλασης.
Σπούδασε στην Ηγεμονική Ακαδημία του Βουκουρεστίου (1802-1806) και δίδαξε στη συνέχεια εκεί γαλλικά (1810-1815). Κατά τη διετία 1815-1816 δίδαξε ιστορία στο νεωτερικό Γυμνάσιο της Χίου, ακολουθώντας τον πρώην δάσκαλό του Κωνσταντίνο Βαρδαλάχο και στη συνέχεια μετακινήθηκε στην Οδησσό 1818, όπου ο Βαρδαλάχος είχε τοποθετηθεί διευθυντής της Ελληνικής Σχολής. Συμμετείχε στη θεατρική δραστηριότητα με στρατευμένο χαρακτήρα που είχε αναπτυχθεί στην πόλη όπου είχε ιδρυθεί η Φιλική Εταιρία. Επόμενος σταθμός το Παρίσι, όπου έμεινε για τέσσερα χρόνια. Το 1822 αποβιβάστηκε στην Ύδρα, για να συνδράμει στον αγώνα. Έφυγε δυσαρεστημένος και την επόμενη χρονιά (1823), μετά από ένα σύντομο πέρασμα στο Αργοστόλι, όπου συνάντησε τον Guilford, μετακινήθηκε για ένα χρόνο στην Κέρκυρα διδάσκοντας στην Ιόνιο Ακαδημία. Στη συνέχεια ακολούθησε σπουδές ιατρικής σε πανεπιστήμια της Ιταλίας και έλαβε το δίπλωμά του το 1829 από το πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Έπειτα από μια σύντομη παραμονή στη γαλλική πρωτεύουσα, όπου άσκησε την ιατρική, μετοίκισε στο Βουκουρέστι (η Βλαχία ήταν τότε προτεκτοράτο της Ρωσίας) ως το 1839, εργάστηκε ως ιατρός, ανέλαβε υψηλές διοικητικές θέσεις στον τομέα της παιδείας και ετέθη επικεφαλής της επιτροπής λογοκρισίας. Επέστρεψε στο Παρίσι, όπου και παρέμεινε για τα υπόλοιπα 25 χρόνια της ζωής του. Τα πέντε πρώτα χρόνια άσκησε την ιατρική αλλά την εγκατέλειψε προκειμένου να αφοσιωθεί στο φιλολογικό του έργο. Σταδιακά, και κυρίως μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο, επιδίωξε να επανασυνδεθεί με τον γενέθλιο τόπο και δραστηριοποιήθηκε στην υπεράσπιση του βουλγαρικού ζητήματος. Με τη διαθήκη του δώρισε την προσωπική του βιβλιοθήκη και χρηματικά ποσά στο σχολείο του Τυρνόβο και άφησε δωρεές σε εκκλησίες της περιοχής· η απόφαση αυτή δυσαρέστησε την ελληνική λογιοσύνη. Πέθανε το 1865· επικήδειο εκφώνησε ο Firmin Didot· στην πλάκα του μνήματός του στο Père Lachaise, το όνομά του χαράκτηκε σε γαλλικό και κυριλλικό αλφάβητο. Η όψιμη υιοθέτηση της βουλγαρικής ταυτότητας ‒αν και στους γαλλικούς κύκλους συνέχισε να αυτοσυστήνεται ως Έλληνας‒ δείγμα της μετάβασης από τον προ-εθνισμό στον εθνικισμό στον βαλκανικό χώρο, αντικατοπτρίζεται στο ποίημα Γραικομανία που έγραψε στα ελληνικά το 1844 ο ανιψιός του Petăr Protič (Daskalov, Verrijzer-Sampimon).
Εκτός από τις διαγλωσσικές μεταφράσεις, διασκεύασε στα νέα ελληνικά τον Φιλοκτήτη του Σοφοκλή και συνέθεσε την τραγωδία Ο θάνατος του Δημοσθένους, που παραστάθηκαν στο θέατρο της Οδησσού. Δημοσίευσε, ανώνυμα, το εκτενές λυρικό στιχούργημα Παρηγορήματα (Λειψία 1839). Ιδιαίτερα πλούσιο είναι το φιλολογικό-εκδοτικό του έργο σε κείμενα της αρχαίας ελληνικής και της βυζαντινής γραμματείας:
Επιλογή:
1845. Quelques observations sur le texte de Babrius (πρόλογος Α.F. Didot), Παρίσι, Firmin Didot· 1845. Sur quelques passages de Babrius et de Theocrite, Saint Cloud·
1850. Νικολάου του Δαμασκηνού, Βίος του Καίσαρος, τεμάχιον νεωστί ανευρεθέν/ Nicolas de Damas. Vie de César. Fragment récemment découvert et publié pour la première fois en 1849. Nouvelle édition par N. Piccolos, D.M. accompagnée d une traduction française par M.A. D.[idot], et suivie d’observations sur tous les fragments du même auteur, Παρίσι, Firmin Didot frères·
1853.Supplément à l’Anthologie grecque, contenant des épigrammes et autres poésies légères inédites, Παρίσι, C. Reinwald·
1855. Sur une nouvelle édition des fragments de Plutarque et sur une épigramme de Palladas (extrait de la Revue Archéologique), Παρίσι·
1863. Περί ζώων ιστορίας βιβλία Θ΄, εφ’ οις και δέκατον, το νόθον, επιμελεία και διορθώσει Ν. Σ. Πικκόλου, ιατρού, Παρίσι, Firmin Didot frères·
1866. Λόγγου Ποιμενικών τα κατά Δάφνιν και Χλόην λόγοι τέτταρες, επιμελεία, διορθώσει και προσθέσει πλείστων σημειώσεων Ν. Σ. Πικκόλου, Παρίσι, Lainé et Havard, (οψίτυπη έκδοση)

Διαβάστε Περισσότερα
CV

Nikolaos Savas Pikkolos naquit en 1792 à Tărnovo en Bulgarie. La bibliographie hellénique rapporte que ses parents étaient originaires de Thessalie ; c’est ce que rapporte aussi la bibliographie française, à l’exception d’Émile Egger, qui parle de parent « bulgaro-grecs ». L’historiographie contemporaine bulgare soutient à son tour que son père était Sava hadži Ilija ou Kazanlăklăoglu ou Kazanlakli, originaire de Kazanlăk et que sa mère, Theodora Bujukljuoglu, venait d’une famille aisée de Tărnovo. Il conserva le patronyme de Savas mais il adopta probablement l’épithète de « Pikkolos » (de l’italien, piccolo) en raison de sa taille minuscule.
Il fit ses études à l’Académie princière de Bucarest (1802-1806) où il enseigna ensuite le français (1810-1815). Au cours des deux années 1815-1816, il enseigna l’histoire au collège moderne de Chios, où il suivit son ancien professeur Konstantinos Vardalachos ; il se rendit ensuite à Odessa en 1818, où Vardalachos avait été nommé directeur de l’École de la Nation Hellénique. Il participa à l’activité du théâtre engagé qui s’était développée dans la ville qui vit la fondation de la Philiki Hetairia. La station suivante fut Paris, où il demeura quatre années. En 1822, il se rendit à Hydra afin d’apporter sa contribution au combat de libération. Insatisfait, il s’en alla l’année suivante (1823), et, après un bref passage à Argostoli où il rencontra Lord Guilford, il s’installa à Corfou pendant une année, enseignant à l’Académie ionienne. Puis il fit des études de médecine dans des universités italiennes et obtint son diplôme de médecin en 1829 à l’université de Bologne. Après un bref séjour dans la capitale française où il exerça la médecine, il se rendit à Bucarest (la Valachie était alors un protectorat de la Russie) où il demeura jusqu’en 1839 : là, il exerça la profession de médecin, occupa de hautes fonctions administratives dans le domaine de l’éducation et de la santé et fut placé à la tête du comité de censure. Il retourna alors à Paris où il passé les vingt-cinq dernières années de sa vie. Les cinq premières années, il exerça la médecine mais il l’abandonna ensuite afin de se consacrer à son œuvre de philologie. Progressivement, et surtout après la guerre de Crimée, il chercha à renouer des liens avec le pays natal et servit activement la Question bulgare. Par testament, il légua sa bibliothèque personnelle et des sommes d’argent à l’école de Tărnovo, et il fit aussi des donations à des églises de la région : cette décision mécontenta l’érudition grecque. Il mourut en 1865 et Firmin-Didot prononça son éloge funèbre. Sur sa pierre tombale au Père-Lachaise, son nom fut gravé dans l’alphabet latin et cyrillique. Sa tardive adoption de l’identité bulgare ˗ même s’il continuait dans les cercles français à se présenter comme grec ˗ indice du passage de l’ethnisme au nationalisme dans l’espace balkanique, est reflétée dans le poème Grécomanie (Γραικομανία) composé en grec par son neveu Petăr Protič (Daskalov, Verrijzer-Sampimon), en 1844.
En dehors de ses traductions d’une langue à l’autre, il fournit une version en grec moderne du Philoctète de Sophocle et composa la tragédie La mort de Démosthène (Ο θάνατος του Δημοσθένους), qui furent représentées au théâtre d’Odessa. Il publia aussi sous anonymat le long poème lyrique Consolations (Παρηγορήματα, Leipzig 1839). Son œuvre d’établissement et d’édition de textes de la littérature grecque ancienne et byzantine est particulièrement riche :
En voici quelques exemples :
1845. Quelques observations sur le texte de Babrius (avant-propos Α.F. Didot), Paris, Firmin-Didot.
1845. Sur quelques passages de Babrius et de Théocrite, Saint Cloud.
1850. Νικολάου του Δαμασκηνού, Βίος του Καίσαρος, τεμάχιον νεωστί ανευρεθέν/ Nicolas de Damas. Vie de César. Fragment récemment découvert et publié pour la première fois en 1849. Nouvelle édition par N. Piccolos, D.M. accompagnée d’une traduction française par M.A. D.[idot], et suivie d’observations sur tous les fragments du même auteur, Paris, Firmin-Didot frères.
1853. Supplément à l’Anthologie grecque, contenant des épigrammes et autres poésies légères inédites, Paris, C. Reinwald.
1855. Sur une nouvelle édition des fragments de Plutarque et sur une épigramme de Palladas (extrait de la Revue Archéologique), Paris.
1863. Aristote, Περί ζώων ιστορίας βιβλία Θ΄, εφ’ οις και δέκατον, το νόθον/Histoire des animaux, texte revu et corrigé par N. Piccolos, médecin, Paris, Firmin-Didot frères.
1866. Λόγγου Ποιμενικών τα κατά Δάφνιν και Χλόην λόγοι τέτταρες/Les Quatre livres des Bucoliques de Daphnis et Chloé, édition, émendations et additions accompagnées de nombreuses notes par N. S. Piccolos, Paris, Lainé et Havard, (édition posthume)

plus
... Ο Νικόλαος Σάβα Πίκκολος προσφέρει ένα ενδιαφέρον παράδειγμα μετακινούμενου διανοουμένου στα χρόνια της μετάβασης από τον προεθνισμό στον εθνικισμό στην περιοχή ...
Αποτίμηση

Ο Νικόλαος Σάβα Πίκκολος προσφέρει ένα ενδιαφέρον παράδειγμα μετακινούμενου διανοουμένου στα χρόνια της μετάβασης από τον προεθνισμό στον εθνικισμό στην περιοχή των Βαλκανίων, με σημαντικό πόλο έλξης τη γαλλική πρωτεύουσα. Έλαβε ελληνική παιδεία και συμμετείχε στη διάδοση των νεωτερικών ιδεών και της γαλλομάθειας, διδάσκοντας, έστω και για μικρά διαστήματα, σε σημαντικές ελληνικές σχολές του οθωμανικού χώρου (Ηγεμονική Ακαδημία του Βουκουρεστίου, Γυμνάσιο της Χίου), κινούμενος στο περιβάλλον του Κωνσταντίνου Βαρδαλάχου. Πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Ελληνο-δακικής ή Φιλολογικής Εταιρίας του Βουκουρεστίου (1810) και στην έκδοση του περιοδικού Ερμής ο Λόγιος. Συμμετείχε στις προεπαναστατικές θεατρικές ζυμώσεις ανεβάζοντας στην Οδησσό τον Φιλοκτήτη του Σοφοκλή σε νεοελληνική δική του διασκευή ‒που προκάλεσε ενστάσεις για την προσήλωσή της στη γαλλική διασκευή του La Harpe‒ και την τραγωδία Ο θάνατος του Δημοσθένους που συνέθεσε ο ίδιος.
Δραστήριο μέλος του κοραϊκού κύκλου του Παρισιού κέρδισε την εκτίμηση του ηγέτη του, συμμετέχοντας στη μάχη των ιδεών, που θα επέσυρε την μήνι του Πατριαρχείου. Δημιούργησε επαφές με φιλελληνικούς κύκλους στη γαλλική και την αγγλική πρωτεύουσα. Το εκτενές στιχούργημά του «Προς τον ιατρόν Γλαράκην επιστρέφοντα εις την πατρίδα αυτού Χίον» (1820), δημοσιευμένο στον Λόγιο Ερμή μεταφράστηκε και δημοσιεύτηκε σε γαλλική μετάφραση (1822) από τον φιλέλληνα Guerrier de Dumast, ενώ η αγγλική μετάφραση της τραγωδίας Ο θάνατος του Δημοσθένους (1824) αναδύθηκε μέσα από τους φιλελληνικούς κύκλους του Κέμπριτζ και του Λονδίνου, με τους οποίους διατηρούσε επαφές ο μεταφραστής Γρηγόριος Παλαιολόγος (ανώνυμη κριτική: The Classical Journal, τόμ. XXX, τχ. 60, Δεκ. 1824, 412-414). Καθοριστική υπήρξε η γνωριμία του ‒μέσω του Κοραή‒με τον Ambroise Firmin Didot, με τον οποίο είχε μια στενή, σχεδόν αποκλειστική, εκδοτική συνεργασία· ο σημαντικός φιλέλληνας εκδότης και τυπογράφος εκφώνησε τον επικήδειό του και κατέβαλε τα χρήματα για την αγορά του μνήματός του στο Père-Lachaise.
Πρόσφερε εντατικά μαθήματα νέων ελληνικών σε Γάλλους φιλέλληνες, όπως ο Claude Fauriel και οι αδελφοί Augustin και Amedée Thierry, χρησιμοποιώντας ως διάμεση γλώσσα την αρχαία ελληνική. Για την εξάσκηση στα νέα ελληνικά χρησιμοποιούσε τη διασκευή του «Φιλοκτήτη», την «Ιστορία του Σουλίου» του Περραιβού, το «Σάλπισμα Πολεμιστήριον» του Κοραή, που κυκλοφορούσε και σε γαλλική μετάφραση του Guerrier de Dumast (1821). Συνέδραμε στο εγχείρημα του Claude Fauriel για την έκδοση των δημοτικών τραγουδιών, παρέχοντας υλικό και συμβουλές (το όνομά του μνημονεύεται στην έκδοση)· οι επαφές διατηρήθηκαν μέχρι τον θάνατό του (1844). Υπήρξε ο πρώτος που μνημόνευσε το όνομα του Φωριέλ σε ελληνικό δημοσίευμα (βλ. Πρόλογος στα Ηθικά διηγήματα, 1824), ενώ στην πένα του αποδίδεται η ανώνυμη νεκρολογία σε αθηναϊκή εφημερίδα. Από μεταγενέστερα επιστολικά τεκμήρια (1835, 1840) συνάγεται, ότι παρακολούθησε τις παραδόσεις του Victor Cousin και ήρθε σε επαφή με τη Σκωτική σχολή (Dugald Stewart)· η διδασκαλία της Φιλοσοφίας στην Ιόνιο Ακαδημία, που του ανατέθηκε από τον Guilford με τη διαμεσολάβηση του γνώριμού του από τη Χίο Νεόφυτου Βάμβα, όπως και η απονομή του τίτλου του διδάκτορα στην τελετή για την έναρξη της λειτουργίας της (1824), φαίνεται, ότι οφείλονται στην άτυπη αυτή φοίτησή του στη Σορβόννη. Κατά τη σύντομη θητεία του στην Ιόνιο Ακαδημία δημιούργησε σχέσεις με τον Χριστόφορο Φιλητά και τον Κωνσταντίνο Ασώπιο. Σύμφωνα με έγγραφο που σώζεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους η Επιτροπή Εκκλησιαστικών Υποθέσεων της Ελλάδας, έστειλε το 1837 πρόσκληση στον ευρισκόμενο τότε στο Βουκουρέστι Πίκκολο να δεχτεί τη θέση του τακτικού καθηγητή της Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Στον χώρο των φιλολογικών εκδόσεων διείσδυσε στα 1829, ύστερα από πρόσκληση του Didot να συνεργαστεί στη νέα έκδοση του Thesaurus graecae linguae, μαζί με τον Κοραή, τον Jean François Boissonade, τον Charles Benoît Hase, τον Fréderic Dübner και άλλους ελληνιστές. Με τον κύκλο των ελληνιστών, που θα διευρυνθεί με τους É.Egger, Em. Miller, οι οποίοι θα συστήσουν αργότερα την Association pour l’encouragement des études grecques en France, συνεργάστηκε στενά αργότερα, διατήρησε επιστολική και δια ζώσης επικοινωνία και καθιερώθηκε μέσα από τις δημοσιεύσεις τους στα γαλλικά περιοδικά ως εκδότης κλασικών κειμένων. Οι σχέσεις του με τον Sainte-Beuve χρονολογούνται από το 1829 ‒τη χρονιά που επισκέφθηκαν μαζί στη φυλακή τον Béranger‒ μέχρι τον θάνατό του (1865), όπως συνάγεται από επιστολές που αντάλλαξαν. Ο Γάλλος κριτικός αναγνώριζε την καλή γνώση της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, που διέθετε αυτός ο «Grec érudit des [ses] amis», καθώς και τις συγκροτολογικές του ευστοχίες, όπως για παράδειγμα τις επιδράσεις του Κατά Θεαγένην και Χαρίκλειαν του Ηλιόδωρου στο έργο του Racine (Portraits littéraires, Παρίσι, Garnier, τόμ. 1, 1862, 73).
Ο Πίκκολος καταλαμβάνει ένα από τα πρώτα σημαντικά κεφάλαια στην ελληνική ιστορία των μεταφραστών και τον μεταφράσεων για πολλούς λόγους. Με τη μετάφραση του Αιμίλιου (1811) και την προώθηση της έκδοσης του Λόγου περί ανισότητος…(1818) επιδίωξε να συμβάλει στη διάδοση των ιδεών του Rousseau, οι οποίες όχι μόνο απορρίφθηκαν από την αντιρρητική γραμματεία αλλά, λόγω της πολυπλοκότητάς τους, δίχασαν τους προοδευτικούς λόγιους του ελληνικού Διαφωτισμού. Ήταν ο πρώτος που πρόσφερε μια συγκροτημένη εικόνα της φιλοσοφικής σκέψης του Descartes ‒ο οποίος θα πρέπει να υπενθυμίσουμε είχε σχολιαστεί και διδαχτεί από του Βικέντιο Δαμοδό και Μεθόδιο Ανθρακίτη κ.ά. έναν αιώνα πρωτύτερα‒ με τη μετάφραση του Λόγου περί μεθόδου και την περικειμενική της πλαισίωση, η οποία παρέμεινε μοναδική στην ελληνική παιδεία μέχρι το 1878 που δημοσιεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη η δεύτερη μετάφραση από τον Δ.Γ. Μοστράτο (Βλ. Ηλιού-Πολέμη αρ. *1878.607). Μετάφρασε, έστω και αποσπασματικά, σημαντικούς Γάλλους, Άγγλους και Γερμανούς ποιητές και, εκμεταλλευόμενος διαφορετικές φλέβες (ευρωπαϊκή και αρχαία ελληνική ποίηση, προσωπικές συνθέσεις), επιδόθηκε στην προσπάθεια ανάδειξης του νεότερου ποιητικού λυρισμού (Φιλομούσου Πάρεργα). Συνέβαλε στην ανάπτυξη της νεοελληνικής πλασματικής πεζογραφίας μέσα από τη μετάφραση των σημαντικών αφηγημάτων του Bernardin de Saint-Pierre, που μετέφεραν τους κοινωνικούς προβληματισμούς του Διαφωτισμού ή εξέφραζαν την τάση της ρουσωικής ευαισθησίας, που προετοίμαζε το έδαφος για τον Ρομαντισμό. Μέσα από τις συνεχείς επεξεργασίες των μεταφράσεων αυτών ήταν ο πρώτος που τοποθέτησε ισότιμα τη μετάφραση με το πρωτότυπο στο λογοτεχνικό πεδίο, ανέδειξε την αναμετάφραση σε στοχαστική διαδικασία και διεκδίκησε τα πνευματικά δικαιώματα του μεταφραστή (βλ. Δήλωσις του μεταφραστού, Κατά Παύλον και Βιργινίαν, 1860). Μέσα από τη στενή σχέση που καλλιέργησε με τον Bernardin de Saint-Pierre και την επιθυμία του να γνωρίσει σε βάθος τη σκέψη του, μέσα από την εσωτερική αυτή πνευματική επικοινωνία εγκαινιάζει τη λογοτεχνική μετάφραση στη νεοελληνική γραμματεία.
Για το υψηλό επίπεδο γνώσεων, που διέθετε από την ευρωπαϊκή και κλασική γραμματεία, εισέπραξε τον έπαινο της γαλλικής κριτικής, ενώ το όνομά του καταχωρήθηκε στο σημαντικό Dictionnaire universel des contemporaines στα 1861· το Κατά Παύλον και Βιργινίαν ενθουσίασε τον Ανδρέα Κάλβο και ήταν από τα λίγα μεταφρασμένα πεζογραφήματα που εισέπραξαν τη θετική αποτίμηση του Εμμ. Ροΐδη μέσα από τη συσσωρευμένη παραγωγή του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Ο Πίκκολος εκφράζει τη μετάβαση από τον Διαφωτισμό στον Ρομαντισμό και γεφυρώνει τον κύκλο των Ιδεολόγων και του Κοραή με τη θεσμοθέτηση των ελληνικών σπουδών στη Γαλλία.

Διαβάστε Περισσότερα
... Nikolaos Savas Pikkolos présente un exemple intéressant du déplacement d’un intellectuel à l’époque du passage de l’ethnisme au nationalisme dans la ...
Évaluation

Nikolaos Savas Pikkolos présente un exemple intéressant du déplacement d’un intellectuel à l’époque du passage de l’ethnisme au nationalisme dans la région des Balkans, la capitale de la France consistant un pôle d’attraction important. Il reçut une éducation hellénique et participa à la diffusion des idées nouvelles et du français en enseignant, même brièvement, dans des écoles grecques importantes de l’espace ottoman (Académie princière de Bucarest, collège de Chios), se mouvant dans le milieu de Konstantinos Vardalachos. Il eut un rôle de premier plan dans la fondation de la Société gréco-dace ou Société philologique de Bucarest (1810) et dans l’édition de la revue Hermès savant (Ερμής ο Λόγιος). Il participa aux fermentations théâtrales prérévolutionnaires en mettant en scène à Odessa le Philoctète de Sophocle dans une adaptation en grec moderne qu’il effectua lui-même ˗ provoquant d’ailleurs des objections par sa fixation sur l’adaptation de La Harpe ˗ et sa propre tragédie La mort de Démosthène.
Membre actif du cercle de Koraïs à Paris, il gagna l’estime de son chef en participant à la bataille des idées qui provoqua la fureur du patriarcat. Il créa des contacts avec des cercles de philhellènes dans les capitales de la France et de l’Angleterre. Son long poème « Au médecin Glarakis retournant dans sa patrie de Chios » (Προς τον ιατρόν Γλαράκην επιστρέφοντα εις την πατρίδα αυτού Χίον, 1820), publié dans l’Hermès savant, fut traduit en français et publié en 1822 par le philhellène Guerrier de Dumast tandis que la traduction anglaise de la tragédie La mort de Démosthène (1824) circula parmi les cercles philhellènes de Cambridge et de Londres, avec lesquels était en contact le traducteur Grigorios Palaiologos (critique anonyme: The Classical Journal, t. XXX, n° 60, Déc. 1824, 412-414). Sa rencontre, par l’intermédiaire de Koraïs, avec Ambroise Firmin-Didot, avec lequel il noua une collaboration éditoriale étroite, presque exclusive, fut déterminante : d’ailleurs, ce fut cet important éditeur et imprimeur philhellène qui fournit l’argent destiné à l’achat de son monument funéraire au Père-Lachaise.
Il donna des cours intensifs de grec moderne à des philhellènes français, tels que Claude Fauriel et les frères Augustin et Amédée Thierry, utilisant comme langue intermédiaire le grec ancien. Pour les exercices en grec moderne, il utilisait son adaptation du Philoctète, de l’Histoire de Souli et de Parga de Christophoros Perraibos, le Son de trompette guerrière de Koraïs qui circulait dans la traduction française de Guerrier de Dumast (1821). Il contribua à l’entreprise de Claude Fauriel pour l’édition de chants populaires en fournissant matériel et conseils (son nom est remémoré dans l’édition) : ces contacts se poursuivirent jusqu’à la mort de ce dernier en 1844. Il fut le premier à mentionner le nom de Fauriel dans une publication grecque (voir l’introduction des Ηθικά διηγήματα/Récits moraux, 1824) et on attribue à sa plume la notice nécrologique anonyme parue dans un journal athénien. Il appert de documents épistolaires ultérieurs (1835, 1840) qu’il suivit les cours de Victor Cousin et qu’il entra en contact avec l’École écossaise (Dugald Stewart). L’enseignement de la philosophie à l’Académie ionienne dont l’avait chargé Lord Guilford par l’intermédiaire de Neophytos Vamvas qu’il avait rencontré à Chios, ainsi que l’attribution du titre de docteur lors de la cérémonie d’ouverture de l’institution (1824) semble être dues au fait qu’il suivit occasionnellement les cours de la Sorbonne. Lors de ce bref passage à l’Académie ionienne, il noua des liens avec Christophoros Philetas et Konstantinos Assopios. Selon un document conservé aux Archives nationales de Grèce, la Commission des Affaires ecclésiastiques de Grèce lui envoya en 1837 une invitation, alors qu’il se trouvait à Bucarest, afin qu’il accepte la chaire de professeur titulaire de Philologie à l’Université d’Athènes.
Il fut introduit dans le domaine des éditions philologiques en 1829, à la suite d’une invitation de Firmin-Didot à collaborer à la nouvelle édition du Thesaurus graecae linguae, avec Koraïs, Jean-François Boissonade, Charles-Benoît Hase, Fréderic Dübner et d’autres hellénistes. Il collabora étroitement plus tard avec le cercle des hellénistes, qui s’élargira avec Émile Egger et Emmanuel Miller, lesquels vont créer ultérieurement l’Association pour l’encouragement des études grecques en France ; il conserva avec eux une relation épistolaire tout au long de sa vie et il fut consacré comme éditeur de textes anciens à travers leurs publications dans des revues françaises. Ses relations avec Sainte-Beuve datent de 1829 ‒ l’année où ils allèrent ensemble rendre visite à Béranger dans sa prison ‒ et durèrent jusqu’à sa mort (1865), ainsi qu’il appert des lettres qu’ils échangèrent. Le critique français reconnut la bonne connaissance de la littérature européenne que possédait ce « Grec érudit de [ses] amis », ainsi que sa pertinence comparative, comme, par exemple, lorsqu’il souligna les influences de Théagène et Chariclée (Κατά Θεαγένην και Χαρίκλειαν) d’Héliodore sur l’œuvre de Racine (Portraits littéraires, Paris, Garnier, t. 1, 1862, 73).
Pikkolos occupe l’un des premiers chapitres importants dans l’histoire hellénique des traducteurs et des traductions, et ce pour de nombreuses raisons. Par la traduction d’Émile ou De l’éducation (1811) et la promotion de l’édition du Discours sur l'origine et les fondements de l'inégalité parmi les hommes (1818), il chercha à contribuer à la diffusion des idées de Rousseau : celles-ci furent non seulement rejetées par la littérature de réfutation religieuse mais aussi, en raison de leur complexité, divisèrent les érudits progressistes des Lumières. Il fut le premier à proposer une image complète de la pensée philosophique de Descartes ˗ dont nous devons rappeler qu’elle avait été commentée et enseignée par Vinkentios Damodos et Methodios Anthrakitis et al. un siècle plus tôt ‒ par sa traduction du Discours de la méthode et son encadrement péritextuel, qui demeura un exemple unique dans l’éducation hellénique jusqu’en 1878, lorsque parut à Constantinople une seconde traduction par D. G. Mostratos (voir Iliou-Polemi, n°*1878.607). Il traduisit, fût-ce de façon fragmentaire, d’importants poètes français, anglais et allemands et, exploitant les diverses veines de la poésie européenne et grecque de l’antiquité, ainsi que celle des compositions personnelles, il tenta de mettre en valeur le nouveau lyrisme poétique (Φιλομούσου Πάρεργα/Suppléments d’un ami des Muses). Il contribua au développement de la prose hellénique de fiction en traduisant les récits majeurs de Bernardin de Saint-Pierre, qui diffusèrent les questions sociales des Lumières ou exprimèrent la tendance de la sensibilité rousseauienne qui prépara le terrain au romantisme. Par cet incessant et complexe travail de traduction, il fut le premier à placer sur un pied d’égalité la traduction et l’original dans le champ littéraire, il situa la retraduction dans un processus de réflexion et revendiqua les droits d’auteur du traducteur (voir « Δήλωσις του μεταφραστού », Κατά Παύλον και Βιργινίαν, 1860/ « Déclaration du traducteur », Paul et Virginie, 1860). Par le biais de la relation étroite qu’il cultiva avec Bernardin de Saint-Pierre et son désir de connaître sa pensée à fond, par cette communication intellectuelle et spirituelle de l’intérieur, il inaugura la traduction littéraire au sein des lettres helléniques.
En raison de son excellent niveau de connaissance des lettres classiques et européennes, il reçut la louange de la critique française, tandis que son nom fut inséré dans l’imposant Dictionnaire universel des contemporains en 1861. Son Paul et Virginie enthousiasma Andreas Kalvos et fut l’une des rares traductions de prose qui arrachèrent une opinion positive à Emmanouïl Roïdis dans la masse des productions de la seconde moitié du XIXe siècle. Pikkolos exprime le passage des Lumières au romantisme et constitue une passerelle entre le cercle des Idéologues et Koraïs et l’instauration des études helléniques en France.

plus
Ερευνητής:
Αθήνη, Στέση ( Επίκουρη Καθηγήτρια, Πανεπιστήμιο Πατρών - Τμήμα Φιλολογίας)